- τριακαίδεκα
- τρεισκαίδεκαthirteenneut pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρεισκαίδεκα — οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τὰ, δ. γρφ. αρσ. θηλ. και ουδ. τρισκαίδεκα, Α δεκατρείς, δεκατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεῖς*, τρία + καί + δέκα] … Dictionary of Greek
τρισκαίδεκα — οἱ, αἱ, τὰ, ουδ. και τριακαίδεκα, Α βλ. τρεισκαίδεκα … Dictionary of Greek